ερυθραίνω

ερυθραίνω
μετ. доводить до красноты, покраснения;

ερυθραίνομαι — краснеть


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ερυθραίνω" в других словарях:

  • ερυθραίνω — (AM ἐρυθραίνω Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) [ερυθρός] 1. κάνω κάτι κόκκινο 2. είμαι κόκκινος 3. παθ. ερυθραίνομαι κοκκινίζω αρχ. (για καρπό) ωριμάζω («ἡ τέρμινθος... χλοερόν ἐνέγκασα μετά ταῡτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • εκφοινίσσω — ἐκφοινίσσω (Α) 1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι 2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι κοκκινίζω, ερυθραίνω 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι» …   Dictionary of Greek

  • ερυθαίνω — βλ. ερυθραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερυθρός] …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • κατερυθραίνω — (Α) (επιτ. τ. τού ερυθραίνω) βάφω κάτι κατακόκκινο …   Dictionary of Greek

  • ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0465 Chronological Sequence: 5c, 8c ն. ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ եւ ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑρυθραίνω rubore suffundo καταφοινίσσω purpureum reddo. Շառագոյն կացուցանել. *Զիա՛րդ մոլեցցուցանէ բարկութիւն, եւ պատկառանք շառագունացուցանեն արեամբ. Առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0465 Chronological Sequence: 5c, 8c ն. ՇԱՌԱԳՈՒՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ եւ ՇԱՌԱԳՈՒՆԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑρυθραίνω rubore suffundo καταφοινίσσω purpureum reddo. Շառագոյն կացուցանել. *Զիա՛րդ մոլեցցուցանէ բարկութիւն, եւ պատկառանք շառագունացուցանեն արեամբ. Առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»